Uknown


Εσύ που με έψαχνες με τα μάτια σου εκείνο το βράδυ, ήταν τα ίδια μάτια που με άφησαν στα δύσκολα όταν ζήτησα τη βοήθειά σου..

.... 

Ακόμα θυμάμαι εκείνο το βράδυ, όταν τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και κάναμε και οι δυο πως δεν είδαμε ο ένας τον άλλον! Μόλις σε εντόπισα η καρδιά μου χτυπούσε τρελά, σαν να ήμουν ερωτευμένη. Δεν ήμουν όμως ή τουλάχιστον αυτό έλεγα στον εαυτό μου και ας μην ήμουν τόσο σίγουρη για αυτό. Είχα τόση λαχτάρα να σε δω, που μόλις σε αντίκρυσα δεν πίστευα οτι ήσουν εσύ μπροστά μου. Δεν ήξερα πως να αντιδράσω.

Βλέπεις αυτά τα χείλη που κάποτε με φιλούσαν με στοργή και λαχτάρα τώρα δεν μου μιλούσαν καν, ίσως όχι γιατί δεν το επιθυμούσαν αλλά επειδή εγώ προσπαθούσα να προστατέψω τον εαυτό μου από έσενα. Από έναν άνθρωπο που με ήθελε μόνο τις ώρες που μπορούσε και τον βόλευαν. Όμως μάτια μου γλυκά εγώ δεν ήμουν εκεί μόνο τις ώρες που με βόλευαν, αλλά όλες τις ώρες.. Από αυτές που ήμουν πολύ μακριά σου και δεν μπορούσα ούτε καν να σε αγγίξω μέχρι αυτές που σε είχα μπροστά μου και χάζευα τη μορφή σου. 

Μετρημένες οι ώρες μαζί σου..προσπαθούσα κάθε φορά με λαχτάρα να αποτυπώσω ότι μπορούσα από εσένα. Τα μεγάλα σου χέρια που με έκλειναν στην αγκαλιά τους τόσο αρμονικά, το όμορφο προσωπάκι σου, αυτά τα μικρά αλλά ζουμερά χειλάκια που είχες που με φιλούσαν πότε-πότε με γλύκα, πότε-πότε με πάθος, και αυτό το χαμόγελο που με πέθαινε και έλιωνα σαν μικρό παιδί μπροστά σου. Όλες αυτές οι είκονες ήρθαν στο μυαλό μου μόλις σε αντίκρυσα ξανά εκείνο το βράδυ μετά από καιρό... Όλες οι αναμνήσεις πήραν φωτιά και δεν ήξερα αν ήθελα να κλάψω ή να νευριάσω. Ήξερα όμως ότι ήθελα τόσο πολύ να σου μιλήσω αλλά ο εγωισμός μου με κρατούσε. Μπροστά στον δικό σου τεράστιο εγωισμό όμως ο δικός μου έμοιαζε με μωρό.
Δεν ήρθες να μου μιλήσεις αλλά με έψαχνες όλο το βράδυ με τα μάτια σου. Γυρνούσες συνέχεια να δεις τι κάνω, με ποιον χορεύω, με ποιον μιλάω. Γιατί αναρωτιόμουν, αφού δεν σε ένοιαζε για εμένα.. Το βλέμμα σου όμως εκείνο το βράδυ έδειχνε κάτι το διαφορετικό. Μόλις γυρνούσα και εγώ να σε κοιτάξω, άλλαζες βλέμμα. Δεν άντεχες βλέπεις να ενωθούν οι ματιές μας. Δεν άντεξα και πέρασα από μπροστά σου. Ακόμα θυμάμαι το τρέμουλο της φωνής σου, αυτό το τάχα χαρούμενο χαμόγελο και την όλη αμηχανία που είχες καθώς μου μιλούσες. Μην νομίζεις μάτια μου, και εγώ έτρεμα ολόκληρη αλλά δεν το έδειχνα απλά χαμογελούσα σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σαν να βλέπω έναν γνωστό στο δρόμο και ας με είχε τσακίσει η αμηχανία σου.

Ήταν πολλά αυτά που ήθελα να σε πω. Βλέπεις δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να τα πω όπως έπρεπε. Ίσως καλύτερα γιατί μπορεί να μην άντεχα την αλήθεια σου αλλά ίσως και όχι γιατί τώρα βασανίζομαι.. Βασανίζομαι στη σκέψη πως η παρουσία μου σε ταράζει και εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό, και επειδή δεν θέλω να πληγωθώ αλλά και γιατί δεν μου δίνεις πλέον αυτό το δικαίωμα. 

Δεν ξεχνάω τις φορές που με άφηνες να ψάχνω τι έκανα λάθος και πηγαινοερχόσουν στη ζωή μου, που με άφηνες να αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που μας χωρίζει τόσο έντονα και καταλήγουμε κάθε φορά παραλίγο ευτυχισμένοι.
Όμως εκείνο το βράδυ είδα και τι ήταν αυτό που μας ένωνε.. Ήταν δυο κλεφτές ματιές και ένας φόβος τρομερός. Ο φόβος του να μην ερωτευτούμε! Μα εγω σε είχα για δυνατό. Και έτσι πήρα όλες τις κλεφτιές ματιές σου από εκείνο το βράδυ και τις φύλαξα καλά μέσα μου, εκεί μαζί με το τελευταίο μας φιλί πριν το τέλος να έμοιαζε κοντινό.