Ένα μεσημέρι καλοκαιριού με έδιωχνες ενώ τα μάτια σου έλεγαν μείνε!

Το στόμα σου φώναζε φύγε και το χέρι σου δεν με άφηνε λεπτό. Δεν ήξερα σε ποιο από τα δύο να βασιστώ, στα λόγια ή στις πράξεις σου. Σε αυτό το παράπονο που είχε η φωνή σου που με ικέτευε να σε αφήσω ή στα δυο σου μάτια που έβγαζαν φλόγες. Όσο ήμουν κοντά σου πίστευα στα μάτια σου, μα όταν γύρισα το κεφάλι και έφυγα είχα στο μυαλό μου μόνο τα λόγια σου.

Για κάποιο λόγο με χάραξαν αρκετά και ένιωθα πως ήθελες να φύγω για να σωθείς, για να μπορέσεις να ξεφύγεις από εμένα. Βλέπεις δύο σώματα που καίγονται με μιας από την αρχή δεν μπορούν παρά να μείνουν στάχτες.

Αυτοί οι έρωτες επιβιώνουν και ζουν μόνο στα παραμύθια, μα εμείς όσο και αν θέλησα δεν κατάφερα να φτιάξουμε το δικό μας παραμύθι. Ίσως ήμαστε οι κομπάρσοι που έδειχναν στους πρωταγωνιστές του παραμυθιού τον έρωτα που αξίζει να βρεις. Αυτόν που σχεδόν πίστεψα ότι θα ζούσαμε. 

Πόσο αστείο όμως, οι κομπάρσοι δεν μπορούν να έχουν τέτοιες απαιτήσεις. Αλλά αν μπορούσα να έχω μια απαίτηση τώρα, αυτή θα ήταν να έρθεις άλλη μια φορά για να με ξανά διώξεις, να ζήσω άλλη μια φορά το παραμύθι μας και μετά να μας φάει ο κακός ο λύκος.

......

Απλά έλα.